- στοιβάς
- -άδος, ἡ, Αβλ. στοιβάδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στοιβάς — fem nom sg στοιβά̱ς , στοιβή thorny burnet fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιβάδα — στοιβάς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιβάδα — η / στοίβας, άδος, ΝΑ νεοελλ. 1. στοίβα 2. στρώμα, στιβάδα αρχ. κλαδιά ή φύλλα δένδρων για στρώσιμο («ἄλλοι δὲ στοιβάδας ἔκοπτον ἐκ τῶν δένδρων καὶ ἐστρώννυον εἰς τὴν ὁδόν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < στοιβή + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. στιβ άς)] … Dictionary of Greek
ՑԻՐԴ — (ցրդի, կամ գոյ.) NBH 2 0913 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c գ. որ եւ ՑՐԴԻ, դւոյ կամ դոյ. στοιβή, στοιβάς stoeba, stiva եւ stipes, virgultum. (լծ. թ. չըրփը ). Նոճ վայրի՝ թփատեսակ փշատերեւ. եւ այլ եւս թուփք վայրի. ցրդի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)